- εἰργαθεῖν
- ἐργαθεῖνseveraor inf act (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εργάθω — ἐργάθω και ἐργαθῶ, έω (Α) 1. αποχωρίζω, αποσπώ, αποκόπτω 2. συγκρατώ, αναχαιτίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. τού είργω που μαρτυρείται μόνο σε αοριστικούς τ. Το γεγονός αυτό οδήγησε άλλους στον χαρακτηρισμό τών μαρτυρούμενων τ. εέργαθεν καί ειργαθείν … Dictionary of Greek